τζιτζιφιόγκος

τζιτζιφιόγκος
ο, Ν
λιμοκοντόρος, κομψευόμενος άνδρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τζιτζιφιόγκος — ο λιμοκοντόρος, κομψευόμενος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φιόγκος — ο, Ν 1. τρόπος δεσίματος γραβάτας, κορδέλας ή κορδονιού σε σχήμα πεταλούδας 2. (κατ επέκτ.) το δεμένο με τον τρόπο αυτό αντικείμενο 3. μτφ. (για πρόσ.) τζιτζιφιόγκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fiocco «νιφάδα, τολύπη μαλλιού, κόμπος γραβάτας»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”